- ἀπώμοτος
- ἀπώμοτοςabjuredmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απώμοτος — ἀπώμοτος, ον (Α) 1. αυτό που ισχυρίζεται κάποιος με όρκο ότι δεν έγινε ή δεν είναι δυνατόν να γίνει («βροτοῑσιν οὐδὲν ἔστ ἀπώμοτον» δεν πρέπει ποτέ να ορκίζεται ο άνθρωπος πως δεν θα κάνει κάτι, Σοφ.) 2. (για πρόσωπα) αυτός που έχει ορκιστεί να… … Dictionary of Greek
ἀπώμοτον — ἀπώμοτος abjured masc/fem acc sg ἀπώμοτος abjured neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπωμότου — ἀπώμοτος abjured masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απωμοτικός — ἀπωμοτικός, ή, όν (AM) [απώμοτος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ένορκη άρνηση … Dictionary of Greek